υμνογραφώ

υμνογραφώ
-έω, Ν
γράφω ή συνθέτω ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμνογράφος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υμνογραφώ — υμνογράφησα, αμτβ., γράφω ή συνθέτω ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑμνογράφῳ — ὑμνογράφος composer of hymns masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”