υμνογραφώ — υμνογράφησα, αμτβ., γράφω ή συνθέτω ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑμνογράφῳ — ὑμνογράφος composer of hymns masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)